- δυσανάπνευστος
- δυσανάπτευστος, -ον (Α)1. αυτός που δύσκολα μπορεί να τόν αναπνεύσει κάποιος2. αυτός που δύσκολα εκτελεί τη διαπνοή.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δυσανάπνευστον — δυσανάπνευστος offensive to inhalation masc/fem acc sg δυσανάπνευστος offensive to inhalation neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσανάπνευστα — δυσανάπνευστος offensive to inhalation neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσανάπνευστοι — δυσανάπνευστος offensive to inhalation masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)